βιβλιοκριτικός

βιβλιοκριτικός
-ή,- ό
ο σχετικός με τη βιβλιοκρισία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοκριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Ν. Σ. Ρίζου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοκριτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το βιβλιοκρίτη ή τη βιβλιοκρισία: Στην εφημερίδα υπάρχει ειδική βιβλιοκριτική στήλη. 2. το θηλ. ως ουσ., βιβλιοκριτική η βιβλιοκρισία. 3. το ουδ. ως ουσ., βιβλιοκριτικά η αμοιβή που παίρνει ο συντάκτης της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαράντος, Σταμάτης — (Αθήνα 1918 – 1977). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως δημοσιογράφος και μεταφραστής και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά κυρίως ως βιβλιοκριτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”